υπόστυφος

υπόστυφος
-η, -ο / ὑπόστυφος, -ον, ΝΜΑ [στυφός]
λίγο στυφός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υποστύφω — ΜΑ (μτβ.) καθιστώ κάτι κάπως πηχτό αρχ. 1. (αμτβ.) είμαι υπόστυφος («ἔχει δὲ καρπὸν καὶ τοῡτο στρογγύλον, βρώσιμον, ὑποοτύφοντα», Διοσκ.) 2. (μτβ.) επιφέρω στυφή γεύση («οὖλα θ ὑποστύφει χολόεν ποτόν», Νικ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + στύφω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”